- ευπλαστικός
- η , όν восстанавливающий костную ткань
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευπλαστικός — ή, ό [εύπλαστος] βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπλαση τών ιστών τού σώματος … Dictionary of Greek